πακέτο — το (λ. ιταλ.) 1. κουτί από χαρτόνι: Δώστε μου ένα πακέτο τσιγάρα. 2. συσκευασία πραγμάτων σε δέμα σχετικά μικρό: Κατά τις μέρες των εκπτώσεων οι γυναίκες είναι φορτωμένες με πακέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πακετάρω — [πακέτο] συσκευάζω σε πακέτο … Dictionary of Greek
πάκο — το 1. πακέτο, δέμα 2. φρ. α) «τά χει πάκο» είναι πολύ πλούσιος β) «ένα πάκο νήμα» πολλές κούκλες νήματος συσκευασμένες σε ένα δέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pacco (βλ. λ. πακέτο)] … Dictionary of Greek
έλιγμα — το (Α ἕλιγμα) συστροφή, τύλιγμα νεοελλ. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές αρχ. 1. βραχιόλι 2. σκέπασμα 3. δέμα, πακέτο 4. βόστρυχος, μπούκλα 5. ιατρ. θλάσμα τού κρανίου … Dictionary of Greek
απακετάριστος — η, ο αυτός που δεν συσκευάστηκε σε πακέτο … Dictionary of Greek
δέσμη — Σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με περιτύλιγμα ή δεσμό· ορμαθός, πακέτο, χούφτα. (Μαθημ.) Οικογένεια καμπύλων στο επίπεδο ή επιφανειών στον χώρο, που συνδέονται γραμμικά με τις παραμέτρους. Για παράδειγμα, μια δ. γραμμών στο επίπεδο… … Dictionary of Greek
ξετυλίγω — και ξετυλίζω και ξετυλίσσω 1. ξεκουθαριάζω νήμα, εκτυλίσσω 2. ξεδιπλώνω κάτι τυλιγμένο ή συσκευασμένο σε πακέτο, αφαιρώ το περιτύλιγμα («ξετύλιξε το κουτί να δούμε τι έχει μέσα») 3. μέσ. ξετυλίγομαι μτφ. (για οδό, τοπίο, θέαμα ή για… … Dictionary of Greek
πακετάρισμα — το [πακετάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακετάρω, συσκευασία σε πακέτο … Dictionary of Greek
πεντατομίδες — (Pentatomides). Οικογένεια εντόμων που, όταν ενοχληθούν, αφήνουν μια έντονη και άσχημη μυρωδιά, εξαιτίας της οποίας ονομάζονται και βρομούσες. Το σώμα τους μοιάζει με ασπίδα και, ανάμεσα στα φτερά τους, έχουν ένα πλατύ και τριγωνικό τμήμα, που… … Dictionary of Greek
Βλάχου, Ελένη — (Αθήνα 1911 – 1995).Εκδότρια και δημοσιογράφος. Υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής δημοσιογραφίας καθώς και εκδότρια της εφημερίδας Καθημερινή, από το 1951 που πέθανε ο πατέρας της Γεώργιος Βλάχος (βλ. λ.) και μέχρι τον θάνατό της. Στη διάρκεια της… … Dictionary of Greek